- γεννητικός
- -ή, -όαυτός που χρησιμεύει στην αναπαραγωγή: Τον κλώτσησε στα γεννητικά του όργανα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
γεννητικός — generative masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεννητικός — ή, ό (AM) γεννητικός, ή, όν) 1. αυτός που μπορεί να γεννήσει ή να παραγάγει κάτι 2. (ειδικά για την αναπαραγωγή τού είδους) αυτός που έχει τη δυνατότητα αναπαραγωγής («γεννητικά όργανα, μόρια», ἄρχεται δὲ φέρειν τὸ σπέρμα περὶ τὰ δὶς ἑπτὰ ἔτη,… … Dictionary of Greek
γεννητικά — γεννητικός generative neut nom/voc/acc pl γεννητικά̱ , γεννητικός generative fem nom/voc/acc dual γεννητικά̱ , γεννητικός generative fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεννητικώτερον — γεννητικός generative adverbial comp γεννητικός generative masc acc comp sg γεννητικός generative neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεννητικῶν — γεννητικός generative fem gen pl γεννητικός generative masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεννητικόν — γεννητικός generative masc acc sg γεννητικός generative neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεννητικώτατον — γεννητικός generative masc acc superl sg γεννητικός generative neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεννητικαῖς — γεννητικός generative fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεννητικαί — γεννητικός generative fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεννητικοῖς — γεννητικός generative masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)